τετραεδρον

τετραεδρον
    τετράεδρον
    τετρά-εδρον
    τό мат. тетраэдр, четырехгранник Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τετραεδρον" в других словарях:

  • τετράεδρον — τετράεδρος having four faces masc/fem acc sg τετράεδρος having four faces neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тетраэдр — (греч. τετραεδρον  четырёхгранник)  простейший многогранник, гранями которого являются четыре треугольника. У тетраэдра 4 грани, 4 вершины и 6 рёбер. Содержание 1 Связанные определения …   Википедия

  • Tetraedro — (Del gr. tettares, cuatro + edra , cara.) ► sustantivo masculino 1 GEOMETRÍA Poliedro de cuatro caras. 2 GEOMETRÍA Pirámide de base triangular. FRASEOLOGÍA tetraedro regular GEOMETRÍA Aquel cuyas caras son cuatro triángulos equiláteros iguales. * …   Enciclopedia Universal

  • τετράεδρος — η, ο / τετράεδρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράεδρο(ν) πυραμίδα με τριγωνική βάση (α. «κανονικό τετράεδρο» τετράεδρο τού οποίου οι έδρες είναι τέσσερα ίσα ισόπλευρα τρίγωνα …   Dictionary of Greek

  • τριστετράεδρο — το, Ν (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο κυβικό σύστημα και αποτελείται από 12 έδρες, σχήματος ισοσκελούς τριγώνου, οι οποίες ανά τρεις καλύπτουν την θέση μιας τετραεδρικής έδρας και είναι αντίστοιχες τών εδρών τού τρισοεκταέδρου, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • tetraedro — (Del gr. τετράεδρον). m. Geom. Sólido terminado por cuatro planos o caras. tetraedro regular. m. Geom. Aquel cuyas caras son triángulos equiláteros …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»